- κολώνη
- κολώνη, ἡ (Α)1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ.β. «μέσσαι δ' ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.)2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.)3. τόπος συνάντησης ή συνάθροισης ανθρώπων.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κολωνός και κολώνη < κολ-ών-η εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα (κολ-) τής ΙΕ ρίζας *κελ- «εξέχω, προεξέχω» και πρόσφυμα που λήγει σε έρρινο (-ων-), πρβλ. λατ. collis «λόφος» (< *coln-is), λιθουαν. kaln-as «βουνό», αγγλ. hill «λόφος» (< γερμ. *huln-i-). Οι τ. κολώνη, κολωνός πιθ. συνδέονται με κολοφών, κελέοντες. Από τον τ. κολωνός πήρε την ονομασία του ο δήμος τής Αττικής Κολωνός, ενώ ο τ. κολώνη εμφανίζεται ως β' συνθετικό στο τοπωνύμιο Καλλικολώνη].
Dictionary of Greek. 2013.